- ἀλοιφαῖος
- ἀλοιφ-αῖος, α, ον,A for anointing, Lyc.579.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλοιφαίος — ἀλοιφαῖος, α, ον (Α) [αλοιφή] ο κατάλληλος για άλειμμα, για αλοιφή … Dictionary of Greek
αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… … Dictionary of Greek